ἀμφιτρέχω

ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρέχω
1 run round

σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.39


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφιτρέχω — ἀμφιτρέχω (Α) τρέχω ολόγυρα, περιτρέχω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιδέδρομεν — ἀμφιτρέχω run round perf ind act 3rd sg ἀμφιτρέχω run round plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδραμοῦσαι — ἀμφιτρέχω run round aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδραμόντες — ἀμφιτρέχω run round aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφέδραμε — ἀμφιτρέχω run round aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφέδραμεν — ἀμφιτρέχω run round aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”